- διηθητήριο
- τοειδική συσκευή για τη διήθηση υγρών, φίλτρο, διυλιστήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ευστ. Ι. Πονηρόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διηθητήριο — το συσκευή με την οποία γίνεται η διήθηση ενός υγρού, το στραγγιστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίλτρο — I (λ. ιταλ.) 1. διυλιστήριο, διηθητήριο, σουρωτήρι, στραγγιστήρι, τρυπητό: Το φίλτρο λαδιού του αυτοκινήτου. 2. διάταξη ραδιοφωνικού δέκτη που απομακρύνει τα παράσιτα. 3. έγχρωμο διάφραγμα μπροστά στον αντικειμενικό φακό φωτογραφικής μηχανής ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)